- δαμάλειος
- -α και -ος, -ο1. ο δαμαλήσιος2. φρ. «δαμάλειος ύλη» — το περιεχόμενο τών φλυκταινών αγελάδων που πάσχουν από δαμαλίδα με το οποίο παρασκευάζεται το εμβόλιο κατά τής ευλογιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαλις. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.